- ἀνομοιογενῶν
- ἀνομοιογενήςof different kindmasc/fem/neut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λιόν, Ζακ Λουί — (Jacques Louis Lions, Γκρας 1928 – Παρίσι 2001). Γάλλος μαθηματικός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σε ηλικία 15 ετών (1943) έλαβε μέρος στην Αντίσταση της χώρας του κατά των Γερμανών. Μετά την απελευθέρωση σπούδασε μαθηματικά στην École… … Dictionary of Greek
κουρνομάζωμα — το (συν. στην Κρήτη) συνάθροιση ανομοιογενών στοιχείων, ανθρώπων ποικίλης προέλευσης … Dictionary of Greek
πρόσφυση — η /πρόσφυσις, ύσεως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ύσιος, Α [προσφύω] συνένωση, προσκόλληση νεοελλ. τεχνολ. 1. συγκόλληση ανομοιογενών σωμάτων κατά την επαφή τους 2. η ικανότητα ενός οχήματος να διατηρείται στην επιθυμητή πορεία πάνω στον δρόμο χωρίς να… … Dictionary of Greek
μωσαϊκό — το 1. ψηφιδωτό δάπεδο ή ψηφιδωτή τοιχογραφία: Τα μωσαϊκά της Αγίας Σοφίας. 2. μτφ., σύνολο ανομοιογενών στοιχείων που έχουν ανακατευτεί μεταξύ τους: Μωσαϊκό θρησκειών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)